-
1 расширение
расширение с 1) фаз., мед. η διαστολή 2) η επέκταση, η διεύρυνση; \расширение культурных связей η επέκταση των μορφωτικών σχέσεων* * *с1) физ., мед. η διαστολή2) η επέκ-ταση, η διεύρυνσηрасшире́ние культу́рных свя́зей — η επέκταση των μορφωτικών σχέσεων
-
2 распространение
-я ουδ.1. επέκταση• αύξηση•распространение власти επέκταση της εξουσίας•
распространение действия закона επέκταση της ισχύος του νόμου..
2. διάδοση, εξάπλωση•распространение новой теории διάδοση της νέας θεωρίας•
распространение слуха διάδοση φήμης•
распространение холода εξάπλωση του ψύχους•
получить -διαδίδομαι, ξαπλώνομαι.
-
3 экспансия
-
4 коррозия
η διάβρωσ/η, η σκωρίασηпредотвращать - ю προλαμβάνω/παρεμποδίζω τη -предотвращать распространение - и προλαμβάνω/παρεμποδίζω την επέκταση της - ηςнеравномерная - (протекающая с разнойскоростью) ανισομερής - (με διαφορετικήταχύτητα)сухая - ξηρά -, στεγνή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коррозия
-
5 надставка
η (επι)πρόσθεση, η προσθήκη, η επέκταση, το παράρτημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надставка
-
6 продолжение
η συνέχεια, η συνέχιση, η εξακολούθηση, η επέκταση, η επιμήκυνση, η προέκταση, η διάρκεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продолжение
-
7 простирание
η έκταση, η προέκταση, η επέκταση, το μέγεθοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > простирание
-
8 протяжение
η επέκταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протяжение
-
9 протяжённость
το μήκος, το μάκρος, η έκταση, η επέκταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протяжённость
-
10 распространение
1. (расширение круга действия) η διάδοση, ионосферное - радиоволн ιονοσφαιρική - των ραδιοκυμάτων 2. (напр. выводов, теории, положения) η επέκταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распространение
-
11 расширение
1. мат. η επέκταση 2. физ. η διαστολή, η εκτόνωση (του όγκου) 3. мед. η διαστολήη διάταση4. (увеличение) η διεύρυνση, η διαπλάτυνση, το φάρδεμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расширение
-
12 трансгрессия
(геол.) η επίκληση/η επέκταση της θάλασσας (σε βάρος της στεριάς).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трансгрессия
-
13 удлинение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удлинение
-
14 экспансия
η επέκταση, η εξάπλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспансия
-
15 распространение
распространениес ἡ διάδοση [-ις]/ перен ἡ ἐπέκταση [-ις], ἡ ἐξάπλωση [-ις]:\распространение слу́хов ἡ διάδοση φήμης' получить \распространение-διαδίδομαι· иметь большое \распространение εἶμαι δια· (δε)δομένος. -
16 расширение
расширениес1. (действие) ἡ ἐπέκταση[-ις], ἡ διεύρυνση [-ις], ἡ πλάτυνση [-ις], τό φάρδεμα:\расширение кругозора ἡ διεύρυνση τοῦ πνευματικοῦ ὁρίζοντα·2. физ. ἡ διαστολή·3. мед. ἡ διαστολή, ἡδιόγκωσις:\расширение сердца ἡ διαστολή τής καρδίας· \расширение вен ὁ κιρσός·4. (более широкая часть) τό πλάτυσμα:\расширение трубы τό πλάτυσμα σωλήνος. -
17 рост
ростм1. (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἀνοδος, ἡ αὐξηση:остановиться в \росте παύω νά ἀναπτύσσομαι· \рост промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· \рост производительности труда ἡ αὐξηση τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \рост посевной площади ἡ ἐπέκταση των καλλιεργησίμων ἐδαφων \рост благосостояния ἡ ἄνο-δος τής εὐημερίας·2. (человека) τό ἀνάστημα, τό μπόϊ:высокого (низкого) \роста ὑψηλού (μικροδ) ἀναστήματος· не по \росту δέν ταιριάζει στό ὑψος (μου)· во весь \рост μ' ὁλόρθο τό κορμί, σ'ὅλο τό ἀνάστημα· растянуться во весь \рост ξαπλώνομαι (или πέφτω) φαρδύς πλατύς· встать по \росту συντάσσομαι κατ· ἀνάστημα· \ростом не выйти разг μένω κοντός·3. (размер) τό μέγεθος· ◊ давать деньги в \рост уст. δανείζω χρήματα μέ τόκο, τοκίζω χρήματα. -
18 экспансия
экспансияж ἡ ἐπέκταση [-ις], ἡ ἐξάπλωση [-ις]. -
19 расширение
[ρασσυριένιιε] ουσ. ο. επέκταση -
20 saddle point expansion
French\ \ l'expansion du point de selleGerman\ \ SattelpunktentwicklungDutch\ \ zadelpuntontwikkelingItalian\ \ punto espansione sellaSpanish\ \ expansión de punto de sillaCatalan\ \ -Portuguese\ \ expansão de ponto de selaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ σέλα επέκταση σημείοFinnish\ \ satulapistekehitelmäHungarian\ \ -Turkish\ \ eyer noktası açılımıEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ увеличение седельной точкиUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ -Euskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تمديد نقطة السرجAfrikaans\ \ saalpuntuitbreidingChinese\ \ -Korean\ \ 안장점전개
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επέκταση — η (AM ἐπέκτασις) [επεκτείνω] 1. περαιτέρω έκταση, προέκταση («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων») 2. επαύξηση λέξης με προσθήκη φωνηέντων («ἥλιος ἠέλιος, οὗτος οὑτοσί) 3. έκταση βραχύχρονου φωνήεντος νεοελλ. 1. ανάπτυξη… … Dictionary of Greek
επέκταση — η 1. ηπαραπέρα αύξηση σε μήκος ή σε έκταση: Επέκταση της πλατείας. 2. μτφ., αύξηση, διεύρυνση, ανάπτυξη, εξάπλωση: Επέκταση δικαιωμάτων. 3. (γραμμ.), η αναλογική χρήση λέξης σε άλλη σημασία εκτός από την κυριολεκτική, η μεταφορική χρήση: Το φρύδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek